Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Μ' ένα φιλί στο ραγισμένο τζάμι
Του ΚΩΣΤΑ ΑΚΡΙΒΟΥ
Κατέβαινε την Κοραή σχεδόν τρέχοντας. Ετσι δηλαδή όπως έκανε κάθε φορά που το 'φερνε η ανάγκη να περάσει αποκεί. Πως τάχα βιαζόταν. Τελικά, από εκείνο που φοβόταν δεν γλίτωσε.
«Νεαρέ!» Νεαρός, τώρα που κόντευε τα πενήντα... Η φωνή ερχόταν απ' το μπαλκόνι της μονοκατοικίας, από μια ηλικιωμένη. Μόλις τον είδε να κόβει το βήμα του, πήρε κι άλλο θάρρος: «Σε παρακαλώ, μπορείς να κλειδώσεις την εξώπορτα, γιατί δεν βαστάνε τα πόδια μου να κατέβω τα σκαλιά;» Στην άκρη από ένα μακρύ σκοινί κρεμόταν το κλειδί. Θα 'πρεπε να κλειδώσει και μετά εκείνη να το τραβήξει πάλι επάνω. Μα δεν φοβόταν μην της τύχει κάνας λωποδύτης;
Δίστασε, πώς δεν δίστασε! Εσκυψε κι άλλο το κεφάλι (σε βαθμό αφύσικο) και υπάκουσε. Μετά κούνησε το σκοινί πως εντάξει, κλείδωσε. Είδε το σκοινί να τραβιέται, άκουσε τις ευχαριστίες της, αλλά δεν απομακρύνθηκε. Κάτι τον είχε βιδώσει στη θέση του, μια σκέψη όχι και τόσο αθώα. Αφησε να περάσουν μερικά λεπτά. Κάποιοι περαστικοί δεν του δώσαν και πολλή σημασία. Τα φώτα από τα αυτοκίνητα τον έλουζαν το ένα μετά το άλλο, αλλά αυτός εκεί, άγαλμα»· είχε μπει για τα καλά μέσα του ο πειρασμός και τον κρατούσε ακίνητο στην εσοχή της εξώπορτας. Τώρα ή ποτέ πια! Εσπρωξε με τον ώμο ελαφρά την πόρτα και μπήκε. Το κρακ κρακ προηγουμένως δεν ήταν από διπλό κλείδωμα· κλείδωμα και αμέσως μετά ξεκλείδωμα ήταν, για να μην υποψιαστεί τίποτα η γυναίκα.
Στην είσοδο πάνω στο τραπεζάκι είδε αφημένο ένα κουτί με μελομακάρονα. Μάλλον θα ήταν από κάποιον (από κάποια...) που θέλησε να της ευχηθεί, αλλά φαίνεται βαρέθηκε να ανεβεί τη σκάλα. Αυτός όμως την ανέβηκε. Χωρίς θόρυβο, τοίχο τοίχο, με φόβο μη τυχόν σκοντάψει και ακουστεί, αλλά την ανέβηκε. Τι θες εσύ εδώ, τι θες εσύ εδώ μουρμούριζαν μέσα του πρώιμες οι ενοχές. Δεν τον ήξεραν για τέτοιο άνθρωπο.
Μέσ' από τη μισάνοιχτη γυάλινη πόρτα του υπνοδωματίου έφταναν κατά ριπές πότε το μεταλλικό φως της τηλεόρασης και πότε κόκκινες, μπλε, κίτρινες αναλαμπές -αυτές με σταθερό ρυθμό. Προχώρησε μέχρι το άνοιγμα. Και είδε: τα φωτάκια σ' ένα παλιό πλαστικό δέντρο να αναβοσβήνουν γιορτινά, την πολυθρόνα με το μπεζ ύφασμα που άνοιγε και γινόταν ημίδιπλο κρεβάτι, τα δυο κάδρα στον τοίχο με τον ψαρά και τις βενετσιάνικες γόνδολες, τη γυναίκα καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού. Τραβήχτηκε απότομα πίσω από μια γροθιά που του 'ρίξαν κατακούτελα οι περασμένοι χρόνοι. Εκανε να φύγει, κέρδος κανένα δεν θα είχε. Μα πάλι στάθηκε.
Τώρα η γυναίκα είχε πλησιάσει σε μια γωνιά με εικονίσματα και ένα ηλεκτρικό λαμπάκι βιδωμένο στον τοίχο. Εκεί κάτι σιγομουρμούρισε για κάμποση ώρα. Είναι η τελευταία σου ευκαιρία, φύγε! Κατέβηκε τα μισά σκαλοπάτια. Χαμήλωσε το κορμί και κάθησε. Μέσα του πάλευε το φύγε! με μια άλλη δύναμη, που πρώτη φορά την καταλάβαινε. Εκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και αμέσως ζωντάνεψαν όλα. Δεν πρόφτασε, όμως, να αναστατωθεί. Ενας ξαφνικός θόρυβος από το δωμάτιο τον έκανε να πεταχτεί όρθιος. Σαν κάτι να 'χε πέσει στο πάτωμα. Πλησίασε ξανά. Η γυναίκα είχε βγάλει τη ρόμπα και ήταν έτοιμη να πλαγιάσει. Ετοιμη τελείως όχι. Σήκωνε τώρα απ' το πάτωμα μια φωτογραφία με κορνίζα, φανερά ευχαριστημένη που δεν είχε σπάσει το τζάμι. Του κόπηκε η ανάσα. Και πιο πολύ σαν είδε να τη φέρνει και να την ακουμπάει στα χείλη. «Καληνύχτα, αγόρι μου, καληνύχτα» ήταν ο ψίθυρός της πάνω στο γυαλί.
Στάθηκε τυχερός που, με τόσα αναφιλητά στα μάτια, έφτασε στο λιμάνι χωρίς να τον χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο. Μπήκε στον καφενέ και παράγγειλε ολόκληρο το μπουκάλι. Ύστερα, θέλοντας και μη, πήρε να τα θυμάται όλα ένα προς ένα. Ο πρόωρα χαμένος πατέρας, ο πόνος του, το βιβλιάριο τραπέζης-κληρονομιά, το «ρίξιμο» απ' τη μεριά της: «Τα χρήματα θα τα πάρει η αδερφή σου η Νίκη, αυτή τα 'χει ανάγκη, γιατί εσύ...» Υστερα ο θυμός του, το κάκιωμα, τα πέντε χρόνια που είχε να χτυπήσει την πόρτα της Κοραή για να της πει έστω μια καλημέρα. Και τώρα, απόψε...
Αργά τη νύχτα μες στον ύπνο της η ηλικιωμένη γυναίκα πετάχτηκε αλαφιασμένη απ' το κρεβάτι. Το τηλέφωνο χτυπούσε, χτυπούσε, δεν έλεγε να σταματήσει.

ανοιχτε τα παραθυρα να φτγουν τα ντουμανια...